- επαρώμαι
- ἐπαρῶμαι, -άομαι (Α)1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.)2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῑναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.)3. υπόσχομαι επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρώμαι «προσεύχομαι, παρακαλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.